Αποκλειστικό: Επίσκεψη του υπευθύνου του Δημοκρατικού Κόμματος Κουρδιστάν στην Ελλάδα, Sarbast Mohammed, στο Vouli.net

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

44 χρόνια από τον Νοέμβρη 1973 Ψηλώσαμε...


του Γιώργου Μηλιώνη

44 χρόνια από τον Νοέμβρη 1973
Ψηλώσαμε...



Μην ξανακούσω για "περιφέρεια" και άλλες τέτοιες αηδίες... Επαρχία του κερατά σου λέω. Με τα όλα της, την επίμονη βροχή της, το νυφοπάζαρο της πλατείας με την μπάντα του δήμου τις Κυριακές, εκείνα τα απογεύματα που τελείωναν όταν σφύριζε ο "ρέφερης" τη λήξη και φασκέλωναν οι "ηττημένοι" στο καφενείο το ραδιοφωνάκι, τα λεωφορεία με εκείνο το περίεργο πράσινο χρώμα που αγκομαχούσαν στην "εθνική οδό" κουβαλώντας στην πρωτεύουσα όνειρα και απελπισία, και το οινοπαντοπωλείο της γειτονιάς, χύμα κρασί και χύμα σαρδέλα από τενεκεδένιο μεγάλο κουτί, κουβέντες από ναυάγια της ζωής, στη γωνιά απομονωμένος από όλους ο χαφιές "ψώνιζε"...
Στο δίπλα σπίτι η νοικοκυρά ύφαινε χαλάκια σε αργαλειό και τα πουλούσε. Τρία παιδιά, δύο στο Γυμνάσιο, ένα στο Δημοτικό χειμώνα καλοκαίρι με κοντά παντελονάκια, δεν γινόταν αλλιώς... Ακουγόταν μόνο ο ρυθμικός ήχος του αργαλειού, μέρα νύχτα και μέσα από τα σπλάχνα του "ακούγονταν" κάτι τραγούδια "ξέρω κάτι πουλιά/μαύρα πουλιά/πουλιά πικρά/που ζουν στην εξορία" και "σαν βγω απ' αυτή τη φυλακή/κανείς δεν θα με περιμένει" αντάμα με τη "σούστα που πήγαινε μπροστά". Όταν χρόνια μετά, εμφανίστηκε κι ο πατέρας του σπιτιού καταλάβαμε...
Και κάθε τόσο να χτυπάει το τηλέφωνο του οινοπαντοπωλείου, το μοναδικό στη γειτονιά και ο μικρός να τρέχει στα σπίτια να φωνάζει τις μανάδες.
   -Είσαι καλά παιδάκι μου; Χρειάζεσαι κάτι; Να προσέχεις... "Έγραφε" βλέπεις κι ο μετρητής... Αναστεναγμός και φράγκο και ήταν μετρημένα παναθεμά τα.
   Στο κέντρο της πόλης σε κάτι χαμοκέλες, γύρω από μαγκάλια, μαζεμένα τα παιδιά από τα χωριά, δεν υπήρχε παντού γυμνάσιο.
   Και γινόταν το δωμάτιο καράβι, και υπερωκεάνιο το φροντιστήριο... Να φύγουμε παιδιά...
   Να χαρείς μη με ζαλίζεις με την "ανάπλαση του αστικού ιστού". Λαϊκές γειτονιές ρε, από δυτικά σταμάταγε η ζωή ως το ποτάμι, Άγια Βαρβάρα, Αιγάλεω, Χαϊδάρι, Μπουρνάζι, Κοκκινιά, υπομονή με όλους τους καιρούς και με την ιστορία γραμμένη στους μέσα μας δρόμους και στους μέσα μας τοίχους.
   Την αναγνώριζες την ιστορία από την περπατησιά της, από το αεράκι που κατέβαινε από τον Υμηττό και την Καισαριανή μαζί με ψίθυρους και μνήμες.
   Συναντιόταν η ιστορία με όλα τα παιδιά στην μεγάλη αρτηρία της πόλης, στην Πατησίων, ανέβαινε την Σταδίου, στα δικαστήρια της Σανταρόζα ακόμα έκαιγε η λάμπα του στρατοδικείου, κοντοστεκόταν στη γωνία με την Εδουάρδου Λω, ανηφόριζε ως το Σύνταγμα, μέτραγε βήματα στην άσφαλτο, συνειδητά βήματα που σημάδεψαν τις δεκαετίες με εκείνο το πείσμα που λυγίζει σίδερα.
Σε παρακαλώ μην αρχίζεις για "αντιμετώπιση του ατομικού προβλήματος" και "συνεδρίες με ειδικούς", για κόσμο της δουλειάς σου μιλάω, που ώρες-ώρες δεν ήξερε που να πιαστεί, πήχτρα η Αιόλου και τα πέριξ, αυλή των θαυμάτων σου λέω, ματζούνια, λιβάνια, φυλαχτά, καζαμίες, χαρτορίχτρες, σφαιριστήρια και μπάλα. Τηλεόραση με δόσεις, ασπρόμαυρη, η γειτονιά μαζεύτηκε στην αυλή να δει "που πήγαμε στο φεγγάρι". Την άλλη μέρα το πρωί από το ραδιόφωνο πηγαίναμε στο ίδιο ματωμένο μονοπάτι: "αναζητήσεις μέσω Ερυθρού Σταυρού, ο Παναγιώτης ζητά πληροφορίες αν υπάρχει κάποιος συγγενής του που χάθηκε το 1922..." Και γέμιζε απορίες το ξυρισμένο "γλόμπο" κεφάλι μας...
   Και ήταν και κάτι άλλα ραδιόφωνα, που έλεγαν κάποια πράγματα αλλιώς και ανατρίχιαζε η γειτονιά, και μέσα από την σιωπή του πατέρα, καταλάβαινες ότι δεν έπρεπε να βγάλεις κιχ. Και με το κεφάλι πάντα να αναρωτιέται ξανάσκυβες στο τετράδιο, που γινόταν υπερωκεάνιο και ανοιγόταν σε θάλασσες που ήθελες να ταξιδέψεις.
   Η λευκή σελίδα που έπρεπε να γεμίσεις με "ωραία γράμματα" που τα ξεκίνησες "πρωτάκι" με το αριστερό σου χέρι ώσπου ήλθε η μανία του δάσκαλου, για χάρακα με ρόζους σου μιλάω, για να σου "μάθει" να γράφεις με το "σωστό" χέρι... Ούτε κλειδί δεν μπορείς να στρίψεις από τότε με το αριστερό. Τους ξεγέλασε όλους όμως γιατί στη μπάλα στην αλάνα με το αριστερό σούταρες...
   Κιχ λοιπόν, και πρόσεχε, παιδάκι μου, το γαλατάδικο της γωνίας δεν είναι πάντα αυτό που φαίνεται, και ο ζητιάνος που έχει απλωμένο το χέρι όλη μέρα δεν είναι τόσο αθώος.
   Πνιγόταν η ζωή στα βαλτόνερα...
   Στις "γωνιές της μέρας", όμως, στα μυστικά μονοπάτια της νύχτας, εκείνα τα παιδιά που συναντιόταν στους δρόμους της πόλης και στα αμφιθέατρα "συνομιλούσαν" με τις οιμωγές της Μπουμπουλίνας και του ΕΑΤ-ΕΣΑ, με τον άγριο αέρα της Γιούρας, με τα κυπαρίσσια της Καισαριανής, με τα κρεμασμένα στα κάγκελα βλέμματα στου "Αβέρωφ".
   Μικρές σπίθες καταύγαζαν ένα μέλλον που έπρεπε να είναι διαφορετικό και η πρώτη φωτιά άναψε τον Φλεβάρη σε εκείνη την ταράτσα Σόλωνος και Μασσαλίας.
   Και ύστερα ήλθε ο Νοέμβρης να θερμάνει τη πόλη, να θερμάνει τη χώρα...
   Όλοι κάτω, κλείσαν τα βιβλία, κανείς δεν άκουγε τη μάνα του, μόνο εκείνο το ραδιόφωνο που βράχνιαζε, στο βλέμμα του πατέρα είχε ανάψει κείνη η άγρια περηφάνια με την οποία "περνούσε τον ωκεανό χωρίς να βραχεί", όταν πάλευε με τη ζωή πρόσφυγας και ορφανός, ανησυχούσε κιόλας, αλλά τι να πει...
   Κείνο το "πρόσεχε" που είπε ήταν αρκετό για να ξεχωρίσεις την "υποχρέωση" από το "χρέος"...
   Πήχτρα στην αστυνομία φανερή και μυστική η πόλη, "ψιλή μαρίδα" με τα βιβλία στο χέρι, ξεχώριζες σαν τη μύγα μες το γάλα, γράπωμα από το σβέρκο, καπαρτίνα, χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο, "μπριγιόλ" στα μαλλιά, "τσακίσου από δω ρε και μη σε ξαναδώ εδώ γύρω..."
   Πίσω και πάλι εκεί και πάλι πίσω, κυνηγητό στα στενά, επιστροφή με τα πόδια και την ψυχή στο στόμα, η απαγόρευση κυκλοφορίας, ο στρατιωτικός νόμος, τα "πλάνα", τα νέα που έφθασαν γρήγορα...
   Και την άλλη μέρα και την παράλλη έπρεπε το θρανίο να ξαναγίνει υπερωκεάνιο και το τετράδιο να ξαναγεμίσει με "ωραία" γράμματα, μόνο που τώρα πια, ψάχναμε στη ματιά του δασκάλου εκείνη τη σπίθα που κάτω από το αυστηρό βλέμμα ψιθύριζε πως "θάρθουν καλύτεροι καιροί. Ο μόνος χαμένος αγώνας είναι εκείνος που δεν δόθηκε".
   Ναι, αυτό ψάχναμε, μπορούσαμε πια να ξεχωρίσουμε. Και το κυριότερο, βαθιά μέσα μας ξέραμε πως ήταν δικός μας πια αυτός ο δρόμος που έπρεπε να χαραχτεί. Είχαμε ψηλώσει...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου